- προεγγυεύω
- προεγγῠ-εύω, only in [dialect] Dor. form [full] πρωγγυεύω, [tense] pf. inf. πεπρωγγυευκῆμεν, = foreg., Tab.Heracl.1.155.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεγγυεύω — και δωρ. τ. πρωγγυεύω) Α εγγυώμαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγγυεύω, άλλος τ. τού ἐγγυῶ «υπόσχομαι, εγγυώμαι»] … Dictionary of Greek
πρωγγυεύω — Α (δωρ. τ.) βλ. προεγγυεύω … Dictionary of Greek